simplify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | simplify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | simplifies |
αόριστος | simplified |
παθητική μετοχή | simplified |
ενεργητική μετοχή | simplifying |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- simplify < γαλλική simplifier (απλοποιώ) < μεσαιωνική λατινική simplificare (απλοποιώ) < λατινική simplex (απλός).[1] (μαρτυρείται από το 1759[1] ή το 1750[2])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈsɪm.plɪ.faɪ/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ˈsɪm.plə.faɪ/ (ΗΠΑ)
Ρήμα
[επεξεργασία]simplify (en)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- simplify - Cambridge Dictionary online
- simplify - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ρήματα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)