simul
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- simul < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sḗm (ένας) < * sem (μαζί)
Επίρρημα
[επεξεργασία]simul (la)
Πρόθεση
[επεξεργασία]simul (la)
- (με αφαιρετική) μαζί
Σύνδεσμος
[επεξεργασία]simul (la)