simulation
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]simulation (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
simulation | simulations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]simulation (fr) θηλυκό
- η προσομοίωση
- η παράσταση
- η προσποίηση