singerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

από το singe (=πίθηκος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɛ̃ʒ.ʁi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

singerie (fr)

  1. πιθηκισμός
  2. επιδειξιομανία
  3. (λαϊκότροπο) χαζομάρα