single
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
single (en)
- ανύπαντρος, ελεύθερος
- ↪ I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
- Δεν θέλω να μείνω ανύπαντρος για πάντα. Κάποτε θέλω να φτιάξω οικογένεια.
- μόνο ένας
- ↪ He had a single goal when he was growing up: to leave town.
- Είχε ένα μόνο σκοπό όταν μεγάλωνε: να φύγει από το χωριό.
- για χρήση ενός ατόμου
- ↪ I want to reserve a single room for three nights.
- Θέλω να κλείσω ένα μονόκλινο για τρεις νύχτες.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
single (en)
- ανύπαντρο άτομο
- τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
- (αθλητισμός, στο μπέιζμπολ) χτύπημα της μπάλας που επιτρέπει στον παίκτη να φτάσει στην πρώτη βάση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | single |
γ΄ ενικό ενεστώτα | singles |
αόριστος | singled |
παθητική μετοχή | singled |
ενεργητική μετοχή | singling |
single (en)