single

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

single (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ανύπαντρος, ελεύθερος
    I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
    Δεν θέλω να μείνω ανύπαντρος για πάντα. Κάποτε θέλω να φτιάξω οικογένεια.
  2. μόνο ένας
    He had a single goal when he was growing up: to leave town.
    Είχε ένα μόνο σκοπό όταν μεγάλωνε: να φύγει από το χωριό.
  3. για χρήση ενός ατόμου
    I want to reserve a single room for three nights.
    Θέλω να κλείσω ένα μονόκλινο για τρεις νύχτες.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
single singles

single (en)

  1. ανύπαντρο άτομο
  2. τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
  3. (αθλητισμός, στο μπέιζμπολ) χτύπημα της μπάλας που επιτρέπει στον παίκτη να φτάσει στην πρώτη βάση

Ρήμα[επεξεργασία]

single (en)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]