single out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | single out |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | singles out |
| αόριστος | singled out |
| παθητική μετοχή | singled out |
| ενεργητική μετοχή | singling out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]single out (en)
- ξεχωρίζω, επιλέγω κάποιον ή κάτι από μια ομάδα για ιδιαίτερη προσοχή
Certain city areas have been singled out for special treatment.
- Ορισμένες περιοχές της πόλης έχουν ξεχωριστεί για ειδική μεταχείριση.
Based on the 2021 information, the group is singled out, which in this interval achieved an increase in revenue of over 100%.
- Με βάση τα στοιχεία του 2021, κορυφαίος αναδείχτηκε ο όμιλος που στο διάστημα αυτό πέτυχε αύξηση των εσόδων του πάνω από 100%.