singulier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- singulier < λατινική singularis
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sɛ̃.ɡy.lje/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | singulier | singuliers |
θηλυκό | singulière | singulières |
singulier (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
singulier | singuliers |
singulier (fr) αρσενικό
- (γραμματική) ο ενικός αριθμός
- le singulier et le pluriel