sinjora

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sinjora < sinjor + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sinjora sinjoraj
αιτιατική sinjoran sinjorajn

sinjora (eo)

tia estas la sinjora volo - τέτοια είναι η θέληση του κυρίου/της κυρίας