sink in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | sink in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sinks in |
αόριστος | sank in |
παθητική μετοχή | sunk in |
ενεργητική μετοχή | sinking in |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]sink in (en)
- (μεταφορικά) κατανοώ, εμπεδώνω, καταλαβαίνω σε βάθος (πλήρως)