Μετάβαση στο περιεχόμενο

skarbonka

Από Βικιλεξικό

Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική skarbonka skarbonki
γενική skarbonki skarbonek
δοτική skarbonce skarbonkom
αιτιατική skarbonkę skarbonki
οργανική skarbonką skarbonkami
τοπική skarbonce skarbonkach
κλητική skarbonko skarbonki

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

skarbonka (pl) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]