skeud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βρετονικά (br)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skeud (br) αρσενικό (πληθυντικός: skeudoù) (/ˈskø.dɔʊ/)
- η σκιά
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
skeud | skeuds |
skeud (fr) αρσενικό