skeuomorph
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- skeuomorph < αρχαία ελληνική σκεῦος + αρχαία ελληνική μορφή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈskjuːəmɔrf/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skeuomorph (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Skeuomorph στη Βικιπαίδεια
(αγγλικά)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η «κανονική» απόδοση του όρου θα ήταν «σκευομορφή» (sic) ή «σκευομορφία» (sic)· τέτοιος όρος όμως δεν έχει (ακόμα) πλαστεί/χρησιμοποιηθεί, κι ενδεχομένως δε θα χρειαστεί, μια και η λέξη σκευομορφισμός καλύπτει την απόδοση του σημαινόμενου