skieur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

skieur < skier + -eur

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
skieur skieurs

skieur (fr) αρσενικό