skilled
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | skilled |
συγκριτικός | more skilled |
υπερθετικός | most skilled |
Επίθετο
[επεξεργασία]skilled (en)
- ειδικός, ειδικευμένος, που έχει αποκτήσει ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε κάποιον επιστημονικό, επαγγελματικό κτλ. τομέα
- ⮡ He is skilled in plastic surgery.
- Είναι ειδικός στις πλαστικές εγχειρήσεις.
- ⮡ Skilled staff are wanted for the staffing of an insurance company.
- Ζητείται ειδικευμένο προσωπικό για τη στελέχωση ασφαλιστικής εταιρείας.
- ⮡ He is skilled in plastic surgery.
- για δουλειά που απαιτεί ειδίκευση