skilled

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός skilled
συγκριτικός more skilled
υπερθετικός most skilled

Επίθετο

[επεξεργασία]

skilled (en)

  1. ειδικός, ειδικευμένος, που έχει αποκτήσει ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε κάποιον επιστημονικό, επαγγελματικό κτλ. τομέα
    ⮡  He is skilled in plastic surgery.
    Είναι ειδικός στις πλαστικές εγχειρήσεις.
    ⮡  Skilled staff are wanted for the staffing of an insurance company.
    Ζητείται ειδικευμένο προσωπικό για τη στελέχωση ασφαλιστικής εταιρείας.
  2. για δουλειά που απαιτεί ειδίκευση