skim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
skim | skims |
skim (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | skim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | skims |
αόριστος | skimmed |
παθητική μετοχή | skimmed |
ενεργητική μετοχή | skimming |
skim (en)
- χαϊδεύω επιφάνεια
- ίπταμαι κοντά στην επιφάνεια ή γλιστρώ
- περνώ/πετάω ξυστά
- ⮡ The swallows skimmed over the water.
- Τα χελιδόνια πετούσαν ξυστά πάνω από το νερό.
- ⮡ The swallows skimmed over the water.
- αφαιρώ τον αφρό, ξαφρίζω
- εποστρακίζομαι
- διατρέχω
- σοβατίζω ένα τελευταίο χέρι
Πηγές
[επεξεργασία]- skim - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697. ISBN 9780194325684., λήμμα: πετάω