skinienie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική skinienie skinienia
γενική skinienia skinień
δοτική skinieniu skinieniom
αιτιατική skinienie skinienia
οργανική skinieniem skinieniami
τοπική skinieniu skinieniach
κλητική skinienie skinienia

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sʲcĩˈɲɛ̇̃ɲɛ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

skinienie (pl) ουδέτερο

  • το νόημα, η κίνηση με τμήμα του σώματος που χρησιμοποιείται για συννενόηση