skio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skio | skioj |
αιτιατική | skion | skiojn |
skio (eo)
- το σκι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | skio | skioj |
αιτιατική | skion | skiojn |
skio (eo)