skończony
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
skończony < skończyć / kończyć
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
skończony (pl)
Κλίση[επεξεργασία]
Κλίση του επιθέτου skończony στα πολωνικά