skok
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
skok < πρωτοσλαβική skokъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skok (pl) αρσενικό
- το πήδημα, το άλμα
- (αθλητισμός) το άλμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- skok w dal: άλμα εις μήκος
- skok wzwyż: άλμα εις ύψος
- skok o tyczce: άλμα επί κοντώ
- trójskok: τριπλούν
Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
skok < πρωτοσλαβική skokъ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skok (cs) αρσενικό