skrzyżowanie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- skrzyżowanie < skrzyżować
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
skrzyżowanie (pl) ουδέτερο
skrzyżowanie (pl) ουδέτερο