skrzydło

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

skrzydło < πρωτοσλαβική kridlo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈskʃɨdwɔ/


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

skrzydło (pl) ουδέτερο

  1. (για ιπτάμενο ζώο ή αντικείμενο) το φτερό
  2. (για πόρτα) το φύλλο
  3. πτέρυγα

Συγγενικά[επεξεργασία]