skuteczność

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική skuteczność skuteczności
γενική skuteczności skuteczności
δοτική skuteczności skutecznościom
αιτιατική skuteczność skuteczności
οργανική skutecznością skutecznościami
τοπική skuteczności skutecznościach
κλητική skuteczności skuteczności

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

skuteczność (pl) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]