Μετάβαση στο περιεχόμενο

skutek

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

skutek (pl) αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • na skutek (czegoś): εξαιτίας (κάποιου πράγματος), (κυριολεκτικά: σαν αποτέλεσμα)