slab

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
slab slabs

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

slab (en)

  • η πλάκα από μάρμαρο, πηλό, βούτυρο κλπ
    a yard paved with marble slabs - μια αυλή στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες
    concrete slab - πλάκα τσιμέντου

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 708. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πλάκα