slapstick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]slapstick (en)
- χονδροειδής κωμωδία (έργο, ταινία, παράσταση, σόου, σκετσάκι κτλ.), αστεία με χοντράδες, σωματικής-φυσικής γελοιότητας χιούμορ, μη εγκεφαλικό χιούμορ
Επίθετο
[επεξεργασία]slapstick (en)
- αστείος ή γελοίος (λέγεται γενικά για κατάσταση βασισμένη σε - ή που προκύπτει από - χοντράδες ή σωματική-φυσική γελοιοποίηση