Μετάβαση στο περιεχόμενο

slipper

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
slipper slippers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
slipper < slip + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

slipper (en)

  • (υπόδηση) η παντόφλα
    παράδειγμα  He came out in his robe and slippers.
    Βγήκε έξω με τη ρόμπα και τις παντόφλες.