Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά
(en)
Εναλλαγή Αγγλικά
(en)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
slipper
38 γλώσσες
العربية
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Русский
Tacawit
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
Walon
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
slipper
slippers
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
slipper
<
slip
+
-er
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
slipper
(en)
(
υπόδηση
)
η
παντόφλα
He came out in his robe and
slippers
.
Βγήκε έξω με τη ρόμπα και τις
παντόφλες
.
Πηγές
[
επεξεργασία
]
slipper
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Λέξεις με επίθημα -er, για ουσιαστικό (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Υπόδηση (αγγλικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
slipper
38 γλώσσες
Προσθήκη θέματος