Μετάβαση στο περιεχόμενο

slippery

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός slippery
συγκριτικός slipperier
υπερθετικός slipperiest

Επίθετο

[επεξεργασία]

slippery (en)

  1. γλιστερός, ολισθηρός, που γλιστράει και δεν μπορείς να τον κρατήσεις σταθερά
      the slippery road - ο γλιστερός δρόμος/ο δρόμος γλιστράει
     συνώνυμα: slick
  2. (μεταφορικά) ολισθηρός
      I am on slippery ground - είμαι σε ολισθηρό έδαφος
     συνώνυμα: shaky, uncertain, unstable

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 193, 620. ISBN 9780194325684. , λήμμα: γλιστρώ, ολισθηρός