slippery slope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
slippery slope | slippery slopes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
slippery slope (en)
- χιονοστιβάδα γεγονότων