Μετάβαση στο περιεχόμενο

slope

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
slope slopes

slope (en)

  1. η κλίση, η ανηφόρα, η κατηφόρα, επιφάνεια γης που έχει κλίση
    παράδειγμα  The turn followed the slope of the road.
    Η στροφή ακολουθούσε την κλίση του δρόμου.
    παράδειγμα  The road has many uphill (slopes) and downhill slopes.
    Ο δρόμος έχει πολλές ανηφόρες και κατηφόρες.
    παράδειγμα  He made his way up the slope from the station to the bus stop.
    Ανέβηκε την ανηφόρα από τον σταθμό μέχρι τη στάση του λεωφορείου.
    παράδειγμα  We took off running down the slope.
    Πήραμε τρέχοντας την κατηφόρα.
  2. η πλαγιά, οποιαδήποτε πλευρά φυσικού υψώματος
    παράδειγμα  The most vertical mountain slope in the world is found on Thor Mountain in Canada.
    Η πιο κάθετη πλαγιά βουνού στον κόσμο βρίσκεται στον ορεινό όγκο του Θορ στον Καναδά.
     συνώνυμα: side
  3. (μη μετρήσιμο, ενικός) η κλίση, ο βαθμός της πλάγιας διεύθυνσης σε σχέση με την οριζόντια ή την κατακόρυφη
    παράδειγμα  The ground had a steep slope.
    Το έδαφος είχε απότομη κλίση.
    παράδειγμα  There’s a slight slope on the roof.
    Έχει μια μικρή κλίση της στέγης.
    παράδειγμα  The road has a slope of 5%.
    Ο δρόμος έχει κλίση 5%.
ενεστώτας slope
γ΄ ενικό ενεστώτα slopes
αόριστος sloped
παθητική μετοχή sloped
ενεργητική μετοχή sloping

slope (en) (αμετάβατο)

  1. ανηφορίζω, κατηφορίζω, για οριζόντια επιφάνεια που έχει κλίση
    παράδειγμα  The road slopes a little/steeply (up).
    Ο δρόμος ανηφορίζει λίγο/απότομα.
    παράδειγμα  Our garden slopes (down) towards the river.
    Ο κήπος μας κατηφορίζει προς το ποτάμι.
  2. κλίνω, για κάτι κάθετο που είναι υπό γωνία αντί να πηγαίνει ευθεία
    παράδειγμα  The boat took on water and sloped towards the left.
    Το καράβι πήρε νερά και έκλινε προς τα αριστερά.