slope
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
slope | slopes |
slope (en)
- η κλίση, η ανηφόρα, η κατηφόρα, επιφάνεια γης που έχει κλίση
The turn followed the slope of the road.
- Η στροφή ακολουθούσε την κλίση του δρόμου.
The road has many uphill (slopes) and downhill slopes.
- Ο δρόμος έχει πολλές ανηφόρες και κατηφόρες.
He made his way up the slope from the station to the bus stop.
- Ανέβηκε την ανηφόρα από τον σταθμό μέχρι τη στάση του λεωφορείου.
We took off running down the slope.
- Πήραμε τρέχοντας την κατηφόρα.
- η πλαγιά, οποιαδήποτε πλευρά φυσικού υψώματος
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η κλίση, ο βαθμός της πλάγιας διεύθυνσης σε σχέση με την οριζόντια ή την κατακόρυφη
The ground had a steep slope.
- Το έδαφος είχε απότομη κλίση.
There’s a slight slope on the roof.
- Έχει μια μικρή κλίση της στέγης.
The road has a slope of 5%.
- Ο δρόμος έχει κλίση 5%.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | slope |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slopes |
αόριστος | sloped |
παθητική μετοχή | sloped |
ενεργητική μετοχή | sloping |
- ανηφορίζω, κατηφορίζω, για οριζόντια επιφάνεια που έχει κλίση
The road slopes a little/steeply (up).
- Ο δρόμος ανηφορίζει λίγο/απότομα.
Our garden slopes (down) towards the river.
- Ο κήπος μας κατηφορίζει προς το ποτάμι.
- κλίνω, για κάτι κάθετο που είναι υπό γωνία αντί να πηγαίνει ευθεία
The boat took on water and sloped towards the left.
- Το καράβι πήρε νερά και έκλινε προς τα αριστερά.