Μετάβαση στο περιεχόμενο

slowly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός slowly
συγκριτικός more slowly
υπερθετικός most slowly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
slowly < slow + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

slowly (en)

  • σιγά, αργά, με αργή ταχύτητα, όχι γρήγορα
      I walk slowly.
    Περπατώ σιγά.
      I am speaking slowly and carefully.
    Μιλάω αργά και προσεχτικά.
      She’s reading the text slowly.
    Διαβάζει το κείμενο αργά.
     συνώνυμα: slow
     αντώνυμα: quickly