slurp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | slurp |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slurps |
αόριστος | slurped |
παθητική μετοχή | slurped |
ενεργητική μετοχή | slurping |
Ρήμα
[επεξεργασία]slurp (en)
- ρουφώ
- ⮡ I slurp the soup
- ρουφάω τη σούπα
- ⮡ I slurp the soup