smart
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | smart |
συγκριτικός | smarter |
υπερθετικός | smartest |
smart (en)
- έξυπνος, ευφυής
- για διαδικτυακά συμβατή συσκευή (smart TV/κυβερνοτηλεόραση, smartphone/κυβερνοτηλέφωνο κτλ.)