Μετάβαση στο περιεχόμενο

smear

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /smɪə/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /smɪɚ/ (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
smear smears

smear (en)

  1. η μουτζούρα, η κηλίδα, σημάδι από κάποια ουσία που απλώνεται
      a student’s notebook full of smudges - μαθητικό τετράδιο γεμάτο μουτζούρες
      a blood/ink smear - μια κηλίδα αίμα/μελάνι
     συνώνυμα: streak
  2. ο διασυρμός, μια ιστορία που δεν είναι αληθινή για κάποιον που έχει σκοπό να βλάψει τη φήμη του, ειδικά στην πολιτική
      They caused his smear campaign through the media.
    Προκάλεσαν τον διασυρμό (δυσφημιστική εκστρατεία) του μέσω των μέσων ενημέρωσης.
  3. (ιατρική) το τεστ Παπανικολάου
      One of the most important preventive gynecological exams is the (Pap) smear.
    Μια από τις σημαντικότερες προληπτικές γυναικολογικές εξετάσεις είναι το τεστ Παπ.
     συνώνυμα:  δείτε τον όρο Pap smear
ενεστώτας smear
γ΄ ενικό ενεστώτα smears
αόριστος smeared
παθητική μετοχή smeared
ενεργητική μετοχή smearing

smear (en)

  1. (μεταβατικό) πασαλείφω, αλείφω μια ουσία πάνω σε μια επιφάνεια με απρόσεκτο τρόπο
      The oil painter smeared the walls and left.
    Ο ελαιοχρωματιστής πασάλειψε τους τοίχους κι έφυγε.
      She smeared her face with cream.
    Πασάλειψε το πρόσωπό της με κρέμα.
      I smeared my body with suntan oil.
    Άλειψα το σώμα μου με αντηλιακό λάδι.
     συνώνυμα: slather,  και δείτε τη λέξη cover
  2. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) πασαλείφω, αλείφω, μουτζουρώνω, λερώνω
      hands smeared with ink - χέρια πασαλειμμένα με μελάνι
      I was smeared with paints.
    Αλείφτηκα με μπογιές.
      He smeared his hands with ink.
    Μουτζούρωσε τα χέρια του με μελάνι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη cover
  3. (μεταβατικό) δυσφημώ, σπιλώνω τη φήμη κάποιου
      Don’t smear the company’s reputation without evidence.
    Μην δυσφημείς τη φήμη της εταιρείας χωρίς αποδείξεις.
      The opposing party tried to smear the candidate with false accusations.
    Η αντίπαλη παράταξη προσπάθησε να δυσφημήσει τον υποψήφιο με ψευδείς κατηγορίες.
      They tried in vain to smear him.
    Προσπάθησαν μάταια να τον σπιλώσουν.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη slander
  4. (αμετάβατο) πασαλείφω, μουντζουρώνω, απλώνομαι και βάφω ή λερώνω
      He’s got chocolate smeared all over his face.
    Πασαλείφτηκε σ' όλο το πρόσωπό με σοκολάτα.
      The paint is still wet — don't touch it or it will smear.
    Η μπογιά είναι ακόμα υγρή — μην την αγγίξεις γιατί θα πασαλειφτεί/μουτζουρωθεί.
      He was smeared all over trying to clean the stove.
    Μουτζουρώθηκε ολόκληρος προσπαθώντας να καθαρίσει τη σόμπα.
     συνώνυμα: smudge