Μετάβαση στο περιεχόμενο

smirk

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  • ανόητο ή ψωνισμένο χαμόγελο
  • κάνω ανόητο ή ψωνισμένο χαμόγελο