smite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | smite |
γ΄ ενικό ενεστώτα | smites |
αόριστος | smote, smitted |
παθητική μετοχή | smitten, smitted |
ενεργητική μετοχή | smitting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]smite (en)