Μετάβαση στο περιεχόμενο

smoothly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός smoothly
συγκριτικός more smoothly
υπερθετικός most smoothly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
smoothly < smooth + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

smoothly (en)

  1. ομαλά, με ομαλό τρόπο, χωρίς να σταματήσει ξαφνικά και να ξαναρχίσει
      The traffic is flowing smoothly.
    Η κυκλοφορία διεξάγεται ομαλά.
      The airplane landed smoothly.
    Το αεροπλάνο προσγειώθηκε ομαλά.
  2. ομαλά, χωρίς προβλήματα στη λειτουργία
      The car operates smoothly after the repair.
    Το αυτοκίνητο λειτουργεί ομαλά μετά την επισκευή.
      The transition to the new job went smoothly.
    Η μετάβαση στην καινούρια δουλειά έγινε ομαλά.