smoothly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | smoothly |
συγκριτικός | more smoothly |
υπερθετικός | most smoothly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]smoothly (en)
- ομαλά, με ομαλό τρόπο, χωρίς να σταματήσει ξαφνικά και να ξαναρχίσει
- ⮡ The traffic is flowing smoothly.
- Η κυκλοφορία διεξάγεται ομαλά.
- ⮡ The airplane landed smoothly.
- Το αεροπλάνο προσγειώθηκε ομαλά.
- ⮡ The traffic is flowing smoothly.
- ομαλά, χωρίς προβλήματα στη λειτουργία
- ⮡ The car operates smoothly after the repair.
- Το αυτοκίνητο λειτουργεί ομαλά μετά την επισκευή.
- ⮡ The transition to the new job went smoothly.
- Η μετάβαση στην καινούρια δουλειά έγινε ομαλά.
- ⮡ The car operates smoothly after the repair.