smoothly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- smoothly < smooth
Επίρρημα[επεξεργασία]
smoothly (en)
- ομαλά, χωρίς προβλήματα στη λειτουργία
- the computer is running smoothly now