snag
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
snag | snags |
snag (en)
- (ανεπίσημο) το αλλά, η αναποδιά
- ⮡ Unfortunately there is a snag in the case.
- Δυστυχώς υπάρχει ένα αλλά στην υπόθεση.
- ⮡ Everything went off without any snags.
- Όλα τέλειωσαν χωρίς αναποδιά.
- ⮡ Unfortunately there is a snag in the case.
- ρίζα ή πέτρα στον πυθμένα ποταμού ή λίμνης που αποτελεί κίνδυνο στην ναυσιπλοΐα
- (κατ’ επέκταση) οποιασδήποτε προεξοχή που είναι τραχύ ή κοφτερό και μπορεί να κόψει κάτι
- λουκάνικο, (σπανιότερα και κεμπάπ)
- τρύπα σε ύφασμα, πόντος που έφυγε
- ⮡ I have a snag in my tights.
- Μου 'φυγ' ο πόντος στο καλσόν.
- ⮡ I have a snag in my tights.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | snag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snags |
αόριστος | snagged |
παθητική μετοχή | snagged |
ενεργητική μετοχή | snagging |
snag (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκαλώνω σε αιχμή
- ⮡ He snagged his sweater on the wire fence.
- Σκάλωσε το πουλόβερ του στο συρματοφράχτη.
- ⮡ He snagged his sweater on the wire fence.
- (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) βρίσκω κι αποκτώ κάτι σπάνιο, πολύτιμο ή ευκαιρία
- ⮡ I snagged a rare car.
- Απέκτησα ένα σπάνιο αυτοκίνητο.
- ⮡ I snagged a rare car.