snitch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Αρχείο Βικιλεξικού
[επεξεργασία]καρφί, μπατσόκαρφο, άτομο που ενημερώνει τις αρχές ενώ το ίδιο δεν είναι "καθαρό", μπινεδάκος της αστυνομίας αγγλικά : snitch (en) γερμανικά : Spitzel (de) ισπανικά : chivata (es) πολωνικά : donosiciel (pl) πορτογαλικά : chibo (pt), informador (pt) φινλανδικά : 4 KB (106 λέξεις) - 05:37, 23 Φεβρουαρίου 2016 telltale secrets. synonyms: tattletale; informalblabbermouth, blabber, loud mouth, snitch, squealer; informalsneak; informalclype; informalpimp; datedtalebearer 1 KB (102 λέξεις) - 14:17, 28 Φεβρουαρίου 2016 μαντατευτής αγγλικά : mole (en), snitch (en), rat (en) 2 KB (40 λέξεις) - 15:12, 31 Μαΐου 2013 μαντατούρης αγγλικά : mole (en), snitch (en), rat (en) 2 KB (40 λέξεις) - 08:07, 26 Φεβρουαρίου 2014 απλοχέρης