snort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
snort | snorts |
snort (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | snort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | snorts |
αόριστος | snorted |
παθητική μετοχή | snorted |
ενεργητική μετοχή | snorting |
snort (en)