snort

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
snort snorts

snort (en)

ενεστώτας snort
γ΄ ενικό ενεστώτα snorts
αόριστος snorted
παθητική μετοχή snorted
ενεργητική μετοχή snorting

snort (en)