snot-nosed
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | snot-nosed |
| συγκριτικός | more snot-nosed |
| υπερθετικός | most snot-nosed |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]snot-nosed (en)
- (ιδιωματισμός) νέος και αλαζονικός, το παλιόπαιδο, το μυξιάρικο, (κυριολεκτικά) άτομο που έχει πολλή μύξα
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 646. ISBN 9780194325684., λήμμα: παλιόπαιδο