snowfall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
snowfall | snowfalls |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]snowfall (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η χιονόπτωση
- ↪ a week of continual snowfall - μια βδομάδα συνεχών χιονοπτώσεων