snowfall
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
snowfall | snowfalls |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]snowfall (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η χιονόπτωση
- ⮡ a week of continual snowfall - μια βδομάδα συνεχών χιονοπτώσεων