snowstorm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
snowstorm | snowstorms |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]snowstorm (en)
- (άνεμος) η χιονοθύελλα
ενικός | πληθυντικός |
snowstorm | snowstorms |
snowstorm (en)