so-called
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
- και καλά (όταν αναφέρεται κάτι που δεν ισχύει), δήθεν, τάχα
- λεγόμενος, αποκαλούμενος, που έτσι έχει επικρατήσει να τον λένε, ονοματιζόμενος-ονοματιζούμενος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- the so-called (something)