soak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | soak |
γ΄ ενικό ενεστώτα | soaks |
αόριστος | soaked |
παθητική μετοχή | soaked |
ενεργητική μετοχή | soaking |
Ρήμα
[επεξεργασία]- (μεταβατικό και αμετάβατο) μουλιάζω, εμποτίζω, μουσκεύω, βουτάω κάτι σε υγρό για λίγο για να γίνει τελείως υγρό ή να μαλακώσει
- ↪ Soak the clothes before washing them.
- Nα τα μουλιάσεις τα ρούχα πριν τα πλύνεις.
- ↪ My hands were soaked from so many hours in the sea.
- Mούλιασαν τα χέρια μου τόσες ώρες μέσα στη θάλασσα.
- ↪ I soak the cotton in alcohol.
- Εμποτίζω το βαμβάκι με οινόπνευμα.
- ↪ Give the sheets a good soak overnight.
- Βάλε τα σεντόνια αποβραδίς να μουσκέψουν καλά.
- ↪ Soak the clothes before washing them.
- (μεταβατικό) μουσκεύω, καταβρέχω, περνάω, κάνω κάποιον ή κάτι τελείως βρεγμένο
- ↪ He soaked his face in the clear stream.
- Μούσκεψε το πρόσωπό του στο καθαρό ρυάκι.
- ↪ We got caught in the shower and were soaked.
- Μας έπιασε η μπόρα και μουσκέψαμε για καλά.
- ↪ You are soaked! Go and change!
- Είσαι μουσκεμένος! Πήγαινε ν' αλλάξεις!
- ↪ We couldn’t find a place to shelter from the rain and got soaked.
- Δε βρήκαμε μέρος να φυλαχτούμε από τη βροχή και καταβρεχτήκαμε.
- ↪ The rain soaked us to the skin.
- Η βροχή μας πέρασε ως το κόκκαλο.
- ≈ συνώνυμα: drench
- ↪ He soaked his face in the clear stream.
- (αμετάβατο) περνάω, για υγρό, μπαίνω ή περνάω από κάτι
- ↪ The rain soaked through the roof.
- Η βροχή πέρασε τη στέγη.
- ↪ The rain soaked through the roof.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- soak - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 420, 566, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταβρέχω, μουσκεύω, περνώ