sociétal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sociétal | sociétaux |
θηλυκό | sociétale | sociétales |
sociétal (fr)
- κοινωνιακός, που σχετίζεται με την κοινωνική οργάνωση, ή με κοινωνικές ομάδες, με τα έθιμα ή τις δραστηριότητές τους, διαπροσωπικός, κοινωνικός