Μετάβαση στο περιεχόμενο

socialist

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
socialist < social + -ist

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός socialist
συγκριτικός more socialist
υπερθετικός most socialist

socialist (en)

  • σοσιαλιστικός
    παράδειγμα  She was soon converted to the socialist cause.
    Σύντομα προσηλυτίστηκε στον σοσιαλιστικό αγώνα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
socialist socialists

socialist (en)