socialist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
socialist | socialists |
socialist (en)
Επίθετο
[επεξεργασία]socialist (en)
ενικός | πληθυντικός |
socialist | socialists |
socialist (en)
socialist (en)