socialiste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɔ.sja.list/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
socialiste socialistes

socialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σοσιαλιστικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
socialiste socialistes

socialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο σοσιαλιστής, η σοσιαλίστρια