socialmente
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
socialmente (pt) social + -mente.
Επίρρημα[επεξεργασία]
socialmente (pt)
- κοινωνικά, με τρόπο κοινωνικό
- από την κοινωνική πτυχή μιας υπόθεσης, όσον αφορά την πτυχή αυτή