socialmente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

socialmente (pt) social + -mente.

Επίρρημα[επεξεργασία]

socialmente (pt)

  1. κοινωνικά, με τρόπο κοινωνικό
  2. από την κοινωνική πτυχή μιας υπόθεσης, όσον αφορά την πτυχή αυτή