Μετάβαση στο περιεχόμενο

softly

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός softly
συγκριτικός more softly
υπερθετικός most softly

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
softly < soft + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

softly (en)

  • απαλά, μαλακά
      We will alternate between playing loudly and softly.
    θα παίξουμε εναλλάξ δυνατά και απαλά.
      Tell him the news softly so he doesn’t freak out.
    Πες του την είδηση μαλακά για να μην τρομάξει.
      He steps on the gas softly.
    Πατάει το γκάζι μαλακά.
     συνώνυμα: gently
     αντώνυμα: loudly