soil
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| soil | soils |
soil (en)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) το χώμα, το έδαφος
Ρήμα
[επεξεργασία]| ενεστώτας | soil |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | soils |
| αόριστος | soiled |
| παθητική μετοχή | soiled |
| ενεργητική μετοχή | soiling |
soil (en)