Μετάβαση στο περιεχόμενο

soil

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
soil soils

soil (en)

ενεστώτας soil
γ΄ ενικό ενεστώτα soils
αόριστος soiled
παθητική μετοχή soiled
ενεργητική μετοχή soiling

soil (en)